- μετασχολικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη φοίτηση στο σχολείο («τα μετασχολικά χρόνια είναι κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + σχολικός (< σχολή), πρβλ. εξω-σχολικός].
Dictionary of Greek. 2013.